- συστατή
- συστατόςcapable of being formedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστατός — ή, όν, Α [συνίστημι] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῑα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.) 2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος 3. ο καλά κατασκευασμένος … Dictionary of Greek